- θοινατήρ
- θοιν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θοινατήρ — θοινατήρ, ῆρος, ὁ (Α) [θοινώ] αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
θοινατήριον — θοινατήριον, τὸ (Α) [θοινατήρ] θοίνη*, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοινατῆρος — θοινᾱτῆρος , θοινατήρ one who gives a feast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)